κυττάριον

κυττάριον
κυττάριον, τὸ (Α, Μ κυττάρι) [κύτταρος]
μσν.
ο πλακούντας, το ύστερο
αρχ.
υποκορ. τού κύτταρος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυτταρίοις — κυττάριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυττάρια — κυττάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”